Έχοντας πλήρη επίγνωση της δεινής θέσης στην οποία έχει βρεθεί η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου, σε αντίθεση με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ, έχει επιλέξει να κρατήσει ανοιχτό τον δίαυλο επικοινωνίας με την ελληνική πλευρά σχετικά με το φλέγον θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα με τον πρόεδρό του, Τζορτζ Όσμπορν, να επιβεβαιώνει δημόσια τη συνέχιση του διαλόγου και να δηλώνει «σχετικά αισιόδοξος» για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Το ίδιο για το οποίο προσπαθούσε κατά το παρελθόν, όπως αποκαλύφθηκε προ ημερών, και ο παλαιότερος ένοικος της Ντάουνιγκ Στριτ, Τόνι Μπλερ χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί η λύση του χρόνιου ζητήματος.
Παρότι από τις συνολικά 30 σελίδες της έκθεσης, που εκπονήθηκε από το πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μουσείου σερ Νάιτζελ Μπόρντμαν, την αρχηγό της Βρετανικής Αστυνομίας Μεταφορών Λούσι Ντ’Ορσι, και τον αναπληρωτή δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιαν Κάρετ, κοινοποιήθηκαν μόνο οι έξι για λόγους ασφαλείας -αφού η αστυνομική έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη- καθίστανται ξεκάθαρα τόσο το μέγεθος των κλοπών όσο και τα πολλά και σημαντικά κενά που υπάρχουν σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, το οποίο φιλοξενεί πλήθος αρχαιοτήτων, μεταξύ των οποίων, βεβαίως, και τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Οι κλοπές προκύπτει ότι διαπράχθηκαν μέσα σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, περίπου 20 χρόνων, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των υπευθύνων, χωρίς κανείς να καταλάβει το παραμικρό. Η αποκάλυψη του σκανδάλου έγινε χάρη στις επίμονες προσπάθειες του Δανού εμπόρου τέχνης Ιτάι Γκραντέλ, ο οποίος επί δύο ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε απεγνωσμένα να πείσει τον πρώην αναπληρωτή διευθυντή του μουσείου Τζόναθαν Γουίλιαμς ότι κάποιος ξεπουλά στο Διαδίκτυο πολύτιμα αντικείμενα από τους χώρους του.
Εντέλει, έπειτα από ένα γαϊτανάκι καθυστερήσεων και λανθασμένων χειρισμών, αποκαλύφθηκε πως είχε δίκιο, με τις κατηγορίες να στρέφονται εναντίον του βασικού υπόπτου, του επί 30 χρόνια εργαζόμενου συντηρητή Πίτερ Χιγκς, ο οποίος απομακρύνθηκε από τη θέση του. Αυτός, πάντως, αρνείται την εμπλοκή του και δεν συνεργάζεται για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Aρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά
Από την έκθεση επιβεβαιώνεται η κλοπή ή καταστροφή περίπου 2.000 αντικειμένων που φυλάσσονταν στις αποθήκες του μουσείου και τα οποία δεν ήταν καταγεγραμμένα στους καταλόγους του. Πρόκειται για πολύτιμους λίθους, κοσμήματα, νομίσματα και μικρά θραύσματα γλυπτικής και κεραμικής, που χρονολογούνται στο 1500 π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ. και προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή συλλογή.
Από τα 1.500 που εκλάπησαν τα 300 έχουν απλώς ταυτιστεί, ενώ έχουν ανακτηθεί 351 αντικείμενα χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτονται λεπτομέρειες σχετικά με το ιστορικό της διακίνησης και της κατάσχεσής τους, γεγονός που προκαλεί, εύλογα, αντιδράσεις από την επιστημονική κοινότητα αλλά και την κοινή γνώμη.
Αλγεινή εντύπωση προκαλεί, όμως, και η βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα τεχνουργήματα από τον ή τους κλέφτες. Αρκεί να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με την έκθεση, έχουν εντοπιστεί, εντός του μουσείου, 500 κατεστραμμένα αντικείμενα. Σε 350 από αυτά έχουν αφαιρεθεί πολύτιμα τμήματά τους, όπως χρυσές βάσεις κοσμημάτων ή πολύτιμοι λίθοι, ενώ άλλα 140 έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές από τη χρήση εργαλείων.
Με το δεδομένο ότι μιλούμε για τουλάχιστον 2.000 αντικείμενα, ο κλέφτης έχει καταφέρει να συγκεντρώσει από την πώλησή τους ένα ποσό γύρω στις 100.000 λίρες διαθέτοντας το καθένα από αυτά σε μια τιμή γύρω στις 50 λίρες!
Στην ανεξάρτητη έκθεση εντοπίζονται σοβαρότατα προβλήματα και μεγάλα κενά στους τομείς της ασφάλειας, της διοίκησης, της διαχείρισης κινδύνων, της οργάνωσης αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό του Βρετανικού Μουσείου το οποίο παροτρύνεται να λάβει άμεσα, επείγοντα μέτρα και να προβεί σε ριζικές αλλαγές όσον αφορά το απαρχαιωμένο, όπως χαρακτηρίζεται, διαχειριστικό μοντέλο που ακολουθεί.
Ως πρώτη προτεραιότητα αναφέρεται η πλήρης καταγραφή όλων των αντικειμένων, απαραίτητη προϋπόθεση για όλα τα μουσεία αυτού του βεληνεκούς – να σημειωθεί ότι στο Μουσείο της Ακρόπολης όλα τα αντικείμενα είναι καταγεγραμμένα. Στις συστάσεις μάλιστα δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες για τον λεπτομερή τρόπο ο οποίος πρέπει να ακολουθείται κατά τη διαδικασία της καταγραφής ενώ κρίνεται απαραίτητο να αντικατασταθεί το σημερινό μητρώο του μουσείου με ένα νέο το οποίο να βασίζεται στις βέλτιστες τακτικές που ακολουθούν ανάλογου είδους και μεγέθους παγκόσμια ιδρύματα.
Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των περίπου 7.000.000 αντικειμένων που φιλοξενεί θα πρέπει να καταγραφεί από την αρχή, με πρώτα εκείνα που δεν έχουν περαστεί ποτέ στα αρχεία – γι’ αυτό και κινδυνεύουν περισσότερο. Επιπλέον, το Βρετανικό Μουσείο καλείται να επανεξετάσει και να ενδυναμώσει την πολιτική ασφαλείας του, κάνοντας συχνότερους και εκτενέστερους ελέγχους, αυξάνοντας το προσωπικό ασφαλείας και τον συνολικό προϋπολογισμό αυτού του νευραλγικού τομέα, τοποθετώντας τα κατάλληλα πρόσωπα σε καίριες θέσεις που σχετίζονται με τη φύλαξη των αρχαιοτήτων και επιβάλλοντας αυστηρές ποινές σε όσους παραβαίνουν τα καθήκοντά τους.
Συγκεκριμένα, προτείνεται η δημιουργία ενός νέου Μητρώου Κινδύνου το οποίο θα περιλαμβάνει συχνές συνεδριάσεις, παρουσία του διευθυντή του μουσείου, ο οποίος υποχρεούται να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο και τους επιτρόπους του ιδρύματος για τα σημαντικότερα θέματα.
Οι επίτροποι μάλιστα καλούνται να είναι πιο ενεργοί και προνοητικοί στη λήψη αποφάσεων αλλά και στην υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων, ενώ στο Δ.Σ. συστήνεται να έχει άμεση εμπλοκή σε θέματα που αφορούν στο προσωπικό, του οποίου τις απόψεις οφείλει να λαμβάνει υπόψη. Απαραίτητη κρίνεται, επίσης, η ενίσχυση του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού ακόμη και με εξωτερικούς συνεργάτες, ιδιαίτερα στο νομικό τμήμα, όπου παρατηρούνται ελλείψεις, αλλά και η βελτίωση της διαδικασίας χειρισμού των παραπόνων των επισκεπτών.
Τέλος, συστήνεται η μετατροπή της ήδη υπάρχουσας Επιτροπής Ελέγχου του Μουσείου σε Επιτροπή Ελέγχου, Κινδύνων και Συμμόρφωσης με διευρυμένο πεδίο υποχρεώσεων που θα παρακολουθεί στενά και θα αξιολογεί την εποπτεία κινδύνου, αλλά και τη συμμόρφωση των αρμοδίων με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί.
Yποσχέσεις της διοίκησης
Συνεχίζοντας τις απεγνωσμένες προσπάθειες που καταβάλλει τους τελευταίους τέσσερις μήνες προκειμένου να περιορίσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τον αρνητικό αντίκτυπο του σκανδάλου των κλοπών, που έθεσε σε πλήρη αμφισβήτηση την αξιοπιστία του, η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου δεν διστάζει να ζητάει επανειλημμένα δημόσια συγγνώμη και να υπόσχεται πως θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να αυξήσει το επίπεδο τόσο της ασφάλειας όσο και των υπηρεσιών που παρέχει. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπρόσωποί του αποδέχτηκαν ομόφωνα τις 36 συνολικά συστάσεις της ανεξάρτητης έκθεσης, ισχυριζόμενοι πως το 1/3 από αυτές έχουν ήδη ξεκινήσει να υλοποιούνται.
Παραδέχονται, ωστόσο, πως θα χρειαστεί μια πενταετία μέχρι να ολοκληρωθεί η πλήρης καταγραφή, τεκμηρίωση και ψηφιοποίηση των πολύτιμων αντικειμένων που φιλοξενεί στις συλλογές του και στις αποθήκες του! «Η έρευνα δείχνει ότι το μουσείο βάζει σε τάξη τα του οίκου του. Είμαστε αποφασισμένοι να μάθουμε από τα λάθη μας.
Το Βρετανικό Μουσείο ήταν θύμα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ζητάμε ξανά συγγνώμη που επιτρέψαμε να συμβεί αυτό», δήλωσε ο πρόεδρός του, Τζορτζ Οσμπορν, με αφορμή την ολοκλήρωση της ανεξάρτητης έκθεσης και πρόσθεσε: «Πάνω απ’ όλα, είμαστε αποφασισμένοι να βγούμε από αυτήν την περίοδο ως ένα πιο δυνατό, πιο ανοιχτό και πιο σίγουρο Μουσείο που θα είναι κατάλληλο για το μέλλον. Χάρη στη σκληρή δουλειά της ομάδας κριτικής, είμαστε πλέον εξοπλισμένοι για να κάνουμε ακριβώς αυτό».
Ο σερ Μαρκ Τζόουνς, προσωρινός διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, χαρακτήρισε τις συστάσεις «χρήσιμες» για να παραδεχτεί αμέσως μετά: «Κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι ήταν μια εύκολη περίοδος για το Μουσείο, αλλά τρέφω τον απόλυτο θαυμασμό για τη δέσμευση του προσωπικού για την οικοδόμηση ενός ισχυρότερου μέλλοντος για το Μουσείο για το οποίο όλοι νοιαζόμαστε τόσο βαθιά».
Μοίρασμα των Γλυπτών με ανταλλάγματα προτείνει το Βρετανικό Μουσείο
Όσον αφορά στο μακροχρόνια αίτημα της Ελλάδας για επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, σε πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις του, υποστήριξε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας οι δύο χώρες θα μοιράζονταν τμήματά τους που βρίσκονται στο Λονδίνο. «Ελπίζω ότι μπορούμε να πετύχουμε μια συμφωνία μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου, της ελληνικής κυβέρνησης και του Μουσείου Ακρόπολης, μια συμφωνία που θα μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε τη θέαση των Μαρμάρων, αλλά όχι με τρόπο που αμφισβητεί τις θεμελιώδει»ς αξιώσεις του καθενός. Η Ελλάδα πάντα θα λέει ότι δικαιωματικά είναι δικά της» υποστήριξε και πρόσθεσε: «Ο νόμος είναι πολύ ξεκάθαρος ότι συνιστούν κτήση του Βρετανικού Μουσείου και έχουμε ακούσει από αυτήν τη κυβέρνηση των Συντηρητικών πως αυτό δεν θα αλλάξει, όπως και από τη δυνητική κυβέρνηση των Εργατικών του Στάρμερ ότι δεν θα αλλάξει».
Η πρόταση του είναι «μια συμφωνία με την οποία ένα τμήμα των Γλυπτών θα εκτίθεται ανά πάσα στιγμή στην Αθήνα και την ίδια ώρα ορισμένοι θαυμάσιοι ελληνικοί θησαυροί που δεν έχουν φύγει ποτέ από την Ελλάδα, όπως η Μάσκα του Αγαμέμνονα για παράδειγμα, θα εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο».
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, μιλώντας, προ ημερών, στον «Guardian» επιβεβαίωσε τη σχέση συνεργασίας που έχει καλλιεργηθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές ενώ εξέφρασε και την πρόθεση της Ελλάδας να εκθέσει αρχαιολογικούς θησαυρούς της στο Βρετανικό Μουσείο σε περίπτωση που επιτευχθεί συμφωνία για τα Γλυπτά. «Η θέση μας είναι σαφής. Σε περίπτωση που τα Γλυπτά επανενωθούν, η Ελλάδα είναι έτοιμη να οργανώσει εκ περιτροπής εκθέσεις σημαντικών αρχαιοτήτων που θα καλύψουν το κενό» δήλωσε καθιστώντας, ωστόσο, σαφές πως δεν έχουν γίνει συζητήσεις για συγκεκριμένα αρχαία ελληνικά αντικείμενα τα οποία ζητά ως αντάλλαγμα το Βρετανικό Μουσείο»
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: AFP / Visual Hellas