Αποκαταστάθηκε η επικοινωνία με το Voyager-1

Αποκαταστάθηκε η επικοινωνία με το Voyager-1- Στέλνει ξανά δεδομένα

Αποκαθίσταται ύστερα από πέντε μήνες η επικοινωνία με το διαστημικό σκάφος Voyager 1, το πλέον απομακρυσμένο από τη Γη ανθρώπινο δημιούργημα, ανακοίνωσε χθες Δευτέρα η αμερικανική υπηρεσία διαστήματος (NASA).

Ειδικότερα, το Voyager-1 άρχισε να στέλνει και πάλι χρήσιμες πληροφορίες στη Γη μετά από πέντε μήνες επικοινωνίας μέσω ακατανόητων δεδομένων.

Το  διαστημόπλοιο της Nasa, που μετράει 46 χρόνια στο διάστημα και πρόκειται για το πιο μακρινό αντικείμενο της ανθρωπότητας, σταμάτησε να επιστρέφει αναγνώσιμα δεδομένα τον Νοέμβριο. Η βλάβη αποκαταστάθηκε από μηχανικούς.

Προς το παρόν, το Voyager αποστέλλει πίσω μόνο δεδομένα που αφορούν στην κατάσταση των ενσωματωμένων συστημάτων του. Το Voyager-1 απέχει περισσότερο από 24 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά με τα ραδιοφωνικά μηνύματά του να χρειάζονται 22,5 ώρες για να φτάσουν σε εμάς.

«Το διαστημικό σκάφος Voyager-1 επιστρέφει χρησιμοποιήσιμα δεδομένα σχετικά με την κατάσταση των συστημάτων του επί του σκάφους», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η NASA. «Το επόμενο βήμα είναι να καταφέρουμε ώστε το διαστημόπλοιο να αρχίσει να επιστρέφει ξανά επιστημονικά δεδομένα».

Το Voyager-1 εκτοξεύτηκε από τη Γη το 1977 για εξερεύνηση των εξωτερικών πλανητών. Συνεχίζοντας, ωστόσο, την αποστολή του κινήθηκε ως την ηλιόσφαιρα , το 2012 , και τώρα παραμένει στο διαστρικό διάστημα, το οποίο περιέχει το αέριο, τη σκόνη και τα μαγνητικά πεδία από άλλα αστέρια. Η βλάβη οφείλεται σε ένα κατεστραμμένο τσιπ.

Αυτό εμπόδισε τους υπολογιστές του Voyager να έχουν πρόσβαση σε ένα ζωτικό τμήμα κώδικα λογισμικού που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά πληροφοριών για μετάδοση στη Γη.

Το Voyager-1 αναχώρησε από τη Γη στις 5 Σεπτεμβρίου 1977, λίγες μέρες μετά το αδελφό του διαστημόπλοιο, Voyager-2.

Ο πρωταρχικός στόχος του ζευγαριού ήταν να ερευνήσει τους πλανήτες Δία, Κρόνο, Ουρανό και Ποσειδώνα με την αποστολή να ολοκληρώνεται το 1989. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς το βαθύ διάστημα.

Η ισχύς τους προέρχεται από θερμοηλεκτρικές γεννήτριες ραδιοϊσοτόπων (RTG), οι οποίες μετατρέπουν τη θερμότητα από το πλουτώνιο σε διάσπαση σε ηλεκτρική ενέργεια. Η διαδικασία συνεχούς αποσύνθεσης σημαίνει ότι οι γεννήτριες παράγουν ελαφρώς λιγότερη ενέργεια κάθε χρόνο.

Πηγή: skai.gr