Νέα στοιχεία έρχονται στο φως για τη δράση του 39χρονου συζυγοκτόνου στους Αμπελόκηπους, ο οποίος ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη του. Σύμφωνα με όσα φέρεται να κατέθεσε στις αρχές, ο δράστης περιέγραψε τα γεγονότα που προηγήθηκαν του εγκλήματος.
Όπως ισχυρίστηκε, ξύπνησε κατά τη διάρκεια της νύχτας και παρατήρησε την απουσία της 32χρονης συζύγου του από το κρεβάτι. Ακολούθως, ανέφερε ότι άκουσε τη γυναίκα του να συνομιλεί στο τηλέφωνο μέσα από το μπάνιο. Ο 39χρονος φέρεται να άκουσε την ίδια να λέει ότι σκοπεύει να πάρει τον μεγάλο τους γιο και να φύγει, ενώ, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, άκουσε και ανδρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει σοκ στην κοινή γνώμη, ενώ οι αποκαλύψεις για τα κίνητρα και τη συμπεριφορά του καθ’ ομολογίαν δράστη συνεχίζουν να απασχολούν τις αρχές και την κοινωνία.
«Τη ρώτησα γιατί θα πάρεις το μεγάλο μας γιο και μου είπε ότι αυτό το παιδί δεν το έχει κάνει μαζί μου και μόνο το μικρό αγόρι κάναμε μαζί. Εκείνη την στιγμή θόλωσα τελείως και άνοιξα την τσάντα που παίρνω στην οικοδομή, την οποία είχα δίπλα στο κρεβάτι μας, πήρα το σφυρί και τη χτύπησα στο κεφάλι» φέρεται να υποστήριξε ο 39χρονος.
Όπως φέρεται να είπε, δεν έκανε καθόλου θόρυβο όταν την χτύπησε, έπεσε στο κρεβάτι. Σε άλλο σημείο φέρεται να περιέγραψε: «Δεν ήξερα αν είχε πεθάνει αλλά παρόλα αυτά πήρα ένα καλώδιο φορτιστή που βρήκα μπροστά μου, της το πέρασα γύρω από το λαιμό της και το έσφιξα για να την πνίξω».
Ο ίδιος ανέφερε, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι πήγε τα παιδιά στο σπίτι του αδελφού του για να έχει χρόνο και να είναι μόνος του και περιέγραψε πώς τύλιξε με σακούλες τη σορό της γυναίκας του και την έβαλε στο πατάρι: «Τότε πήρα το τυλιγμένο σώμα της, έβαλα άλλες δύο σακούλες πάνω κάτω με ταινία, έβαλα περιτύλιγμα με φούσκες και με μία σκάλα το ανέβασα στο πατάρι. Ήταν πολύ βαρύ και δυσκολεύτηκα να το ανεβάσω μόνος μου».
Για να καλύψει την αποτρόπαια πράξη του, φέρεται να έστειλε μηνύματα στο παιδί του, παριστάνοντας την 32χρονη, λέγοντας πως η μαμά έφυγε, λέγοντας του να προσέχει τον αδερφό του, να ακούει τον μπαμπά και ότι θα ξαναγύριζε όταν μάζευε λεφτά. Του ζητούσε να μην ανησυχεί και του έλεγε πως όταν μπορεί θα τον πάρει τηλέφωνο, γράφοντας μάλιστα πως ο μπαμπάς δεν ξέρει ότι έφυγα «πες του θα τον πάρω εγώ, μη με πάρει».