Οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία θα μπορούσαν να αποδειχθούν καθοριστικές, όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τo NATO και ό,τι έχει απομείνει από τη μεταπολεμική φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Η ηγετική θέση της Γαλλίας στην ΕΕ, η έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και η στρατιωτική της εμβέλεια ως παγκόσμια δύναμη τις καθιστούν εκλογές “παγκοσμίου ενδιαφέροντος” όπως εκείνες των ΗΠΑ, αναφέρει σε δημοσίευμά του το Politico.
Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι αναμένεται να αναδείξουν νικητή την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, ένα κόμμα που προέρχεται από το συνεργατικό καθεστώς του στρατάρχη Philippe Pétain το 1940-1944 και το οποίο έχει ιδεολογικούς και οικονομικούς δεσμούς με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Παράλληλα, οι δημοσκοπήσεις εκτιμούν ότι σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση ηττημένος θα βγει ο Γάλλος πρόεδρος που προσπάθησε, συχνά εύγλωττα, μερικές φορές αδέξια, να ενισχύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, να συμφιλιώσει τους Γάλλους με τις δυνάμεις της αγοράς και να βρει μια νέα, βιώσιμη ισορροπία μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών.
Αυτές οι εκλογές θα σηματοδοτήσουν όχι μόνο την ήττα αλλά και πιθανώς την εξάλειψη του “Μακρονισμού”, το πείραμα του Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν που περιλάμβανε κεντρώες μεταρρυθμίσεις με γνώμονα την αγορά για την απελευθέρωση της δημιουργικής δύναμης της Γαλλίας.
Οι κεντροδεξιές και κεντροαριστερές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στη γαλλική μεταπολεμική ζωή εκπροσωπούνται πλέον από μία διασπασμένη αριστερά και μια ακραία, εθνικιστική-λαϊκιστική δεξιά.
Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι η Μαρίν Λεπέν, ηγέτης της Εθνικής Συσπείρωσης, θα κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν σε δύο γύρους στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου. Ο υποψήφιος πρωθυπουργός Ζορντάν Μπαρντελά έχει δηλώσει ότι δε θα αποδεχτεί την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης εάν δεν κερδίσει μια σαφή πλειοψηφία τουλάχιστον 289 από τις 577 έδρες της Εθνοσυνέλευσης.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα κερδίσει το πολύ 260 έδρες, ποσοστό ωστόσο που μπορεί να αλλάξει τις τελευταίες ημέρες.
Ακόμα κι αν ο Μπαρντελά γίνει πρωθυπουργός, ο Μακρόν θα παραμείνει πρόεδρος μέχρι το 2027 με τον ίδιο να δηλώνει ότι έχει καθήκον να παραμείνει στη θέση του και να προστατεύσει τα γαλλικά δικαιώματα και τους θεσμούς από τον “λεπενισμό”.
Αλλά το γαλλικό σύστημα είναι προεδρικό μόνο κατ’ όνομα καθώς το κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση συγκεντρώνουν σχεδόν όλες τις συνταγματικές εξουσίες και η συγκατοίκηση ενδέχεται να καταλήξει σε κυβερνητική παράλυση.
Αυτό έχει συμβεί τρεις φορές στο παρελθόν τον τελευταίο μισό αιώνα για σύντομες περιόδους “συμβίωσης” μεταξύ της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Τα δύο στρατόπεδα εκείνη την εποχή διαφώνησαν σε πολλές σημαντικές λεπτομέρειες, αλλά συμφώνησαν στα αμετάβλητα θεμελιώδη στοιχεία της Γαλλικής Δημοκρατίας, από τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως την ιδρυτική της δέσμευση για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν διαφωνεί με την ΕΕ και οι προσπάθειές της θα επικεντρωθούν στο να την αποδυναμώσει ενώ τάσσεται υπέρ των διακρίσεων μεταξύ Γάλλων και αλλοδαπών.
Επίσης, έχει επικρίνει ελάχιστα την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στο παρελθόν η Λεπέν είχε πάρει ένα μεγάλο δάνειο από μια ρωσική τράπεζα, αλλά και από μία συνδεδεμένη με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, υποστηρικτή του Πούτιν. Παράλληλα, είχε χαρακτηρίσει “καλή για τον κόσμο” τη ρωσική παρέμβαση στη Συρία. “Οι πολιτικές που εκπροσωπώ εκπροσωπούνται από τον κ. Πούτιν”, είχε δηλώσει.
Τουλάχιστον ένας αριθμός από τους υποψηφίους του κόμματος RN που συμμετέχουν στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών αυτού του Σαββατοκύριακου έχουν άμεσους δεσμούς με τη Μόσχα, σύμφωνα με έρευνα της Le Monde. Άλλοι είναι οι αντισημίτες, οι ρατσιστές, οι σκεπτικιστές για το κλίμα και οι αρνητές της Covid.
Επίσης, ένα μεγάλο μέρος του κινήματος των Λεπενιστών είναι κατά των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα η Μαρίν Λεπέν έχει εκφράσει στο παρελθόν την πρόθεσή της να εγκαταλείψει τη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, την ολοκληρωμένη διοίκηση, την οποία βλέπει ως όργανο της αμερικανικής ηγεμονίας.
Ως εκ τούτου, μια κυβέρνηση της Εθνικής Συσπείρωσης θα ήταν πλήγμα για τη δυτική και ευρωπαϊκή ενότητα. Παράλληλα, θα ενισχύσει τη ρωσική διείσδυση στις γαλλικές και επομένως δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών.
Μια ανοιχτή επιστολή που υπέγραφαν 170 υπηρεσιακοί και πρώην Γάλλοι διπλωμάτες ανέφερε ότι η Μόσχα αλλά και το Πεκίνο θα εκλάβουν τη νίκη της ακροδεξιάς “ως αποδυνάμωση της Γαλλίας και ως πρόσκληση για παρέμβαση στα εσωτερικά και ευρωπαϊκά ζητήματα της Γαλλίας και της ηπείρου”.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Politico, κάποια από τα ζητήματα που συνετέλεσαν στην άνοδο της ακροδεξιάς στη Γαλλία είναι το υψηλό κόστος ζωής, οι χαμηλοί μισθοί, το έγκλημα και η μετανάστευση.
Ωστόσο, η Γαλλία τα πήγε καλύτερα από άλλα κράτη της ΕΕ όσον αφορά τη μέση αύξηση των θέσεων εργασίας και τον πληθωρισμό τα τελευταία χρόνια. Ο Μακρόν έχει ξοδέψει περισσότερα από άλλες χώρες για να ελέγξει τις αυξανόμενες τιμές, εξ ου και το άλμα του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η μετανάστευση και η εγκληματικότητα είναι ένα πρόβλημα, αλλά στατιστικά βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα στις 7 Ιουλίου είναι η κυβερνητική παράλυση καθώς η παράταξη του Μακρόν αναμένεται να συμπιεστεί από την αριστερά και την ακροδεξιά και να κερδίσουν η Λεπέν και ο Μπαρντελά.
Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να προκαλέσει κρίση τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τις δυτικές αξίες και συμμαχίες, γεγονός που θα ικανοποιήσει τόσο τον Πούτιν όσο και τον Σι Τζινπίνγκ.