Συχνά μιλάμε για κουλτούρα συμπεριφοράς, για τον πολιτισμό του ανθρώπου με την πιο πλατιά σημασία της λέξης. Αλλά η κουλτούρα της σκέψης τι πράγμα είναι αυτό;
Φυσικά , η κουλτούρα της σκέψης δεν σημαίνει απλώς μια « πρωτόπλαστη» οξύνοια και ένα «πρωτόπλαστο» πνεύμα , αλλά ένα πνεύμα κατά καθορισμένο τρόπο αναπτυγμένο, πλουτισμένο και καλλιεργημένο. Δεν είναι τόσο δώρο της φύσης και της κληρονομικότητας, όσο δώρο της κοινωνίας. Γι’ αυτό φυσιολογικά γεννιέται το ερώτημα: πως μπορεί κανείς να διδαχτεί την κουλτούρα της σκέψης; Τι είναι αυτή η κουλτούρας Πως εκδηλώνεται;
Ίσως η κουλτούρα της σκέψης συνίσταται στην επιδεξιότητα να κρίνει κανείς λογικά , με λογικό ειρμό, με την πρέπουσα τάξη Ναι, τέτοια επιδεξιότητα είναι τόσο απαραίτητη, όσο είναι αναγκαίο να αναπνέει ο άνθρωπος ρυθμικά Αλλά αν ο άνθρωπος θεωρήσει την ικανότητά του να αναπνέει σαν την πιο μεγάλη αξία και αρχίζει να την καλλιεργεί με κάθε τρόπο, τότε αυτό θα μετατραπεί απλώς σε ένα πολύ ελαττωματικό ομοίωμα του φυσερού σιδηρουργείου.
Από την εποχή του Αριστοτέλη ακόμη και μέχρι σήμερα ανάμεσα σε μερικούς φιλοσόφους και παιδαγωγούς υπάρχει η προκατάληψη ότι αρκεί μόνο ο άνθρωπος να μάθει τους ιδιαίτερους τρόπους κρίσης, την επιδεξιότητα να διατυπώσει συλλογισμούς σε αυστηρή αντιστοιχία με τους κανόνες της τυπικής λογικής και είναι έτοιμος ο στοχαστής. Η σχολαστική φιλοσοφία στην εποχή της εκπλήρωνε με ζήλο αυτό το πρόγραμμα, έδινε στην κοινωνία άφθονους σχολαστικούς και σοφολογιότατους, « βαρύθυμους στοιχειοθέτες έτοιμων εννοιών» ( Ο.Μάντελσταμ) που η σκέψη τους δούλευε με ακρίβεια και σαν ωρολογιακός μηχανισμός και ρυθμικά στρεφόταν γύρω από αυστηρά επεξεργασμένα και αμετάβλητα δόγματα.
Σήμερα οι επιστήμονες τοποθετούν τους κανόνες των πράξεων που γίνονται με βάση την τυπική λογική, και ακόμη έναν ορισμένο όγκο πληροφοριών στη «μνήμη» των συσκευών κυβερνητικής και έτσι πετυχαίνουν πολύ μεγαλύτερο αποτέλεσμα . Και με την ευκαιρία πρέπει να ειπωθεί ότι ακριβώς η κυβερνητική έδειξε ολοφάνερα ότι ευκολότερα τυποποιούνται τέτοιες ακριβώς πλευρές της διάνοιας, όπως είναι η λογικότητα και η πολυμάθεια. ‘Έτσι πέφτει η αξία των παραπάνω ποιοτήτων, που πριν είχαν μεγάλο κύρος στον επιστημονικό κόσμο: γιατί δεν είναι καθόλου κολακευτικό να αισθάνεται κανείς τον εαυτό του απλώς σαν ομοίωμα της «συλλογιστικής» μηχανής ‘ή της «ηλεκτρονικής μνήμης»
Και αν απομακρυνθούμε από τα διάφορα μοντέλα του «τεχνικού μυαλού» θεωρώντας τα αντίποδο της πραγματικής κουλτούρας της σκέψης , θα φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι η κουλτούρα της σκέψης εκδηλώνεται ολοφάνερα στη μη στερεότυπη , στη μη τυποποιημένη λειτουργία της διάνοιας. Με άλλα λόγια εκδηλώνεται στην ικανότητα να σκέφτεται ο άνθρωπος με αυτοτέλεια , δημιουργικά, με το δικό του τρόπο.
Εύκολο , όμως είναι να πεις να σκεφτόμαστε όχι τυποποιημένα. Η σύνταξη της εφημερίδας μας έλαβε μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστολή ενός φοιτητή από την Κυψέλη Τον επιστολογράφο τον ανησυχούσε το ερώτημα: πως στον αιώνα μας της μαζικής διάδοσης των γνώσεων, « της ομοιότητας της πνευματικής τροφής» θα διατηρηθεί το ανεπανάληπτο της κάθε προσωπικότητας. Διδασκόμαστε , λέει , χρησιμοποιώντας τα ίδια διδακτικά βιβλία, διαβάζουμε τα ίδια μυθιστορήματα που μας τα συνιστούν οι κριτικοί, βλέπουμε τα ίδια κινηματογραφικά έργα.
Το ερώτημα είναι πολύ ενδιαφέρον , και γι αυτό απάντησα σ΄ αυτό με άρθρο μου παλαιότερα που ανάμεσα στ’ άλλα έλεγα ότι ο κίνδυνος της τυποποίησης της προσωπικότητας δεν εξαρτάται καθόλου από το γεγονός ότι η κουλτούρα και οι γνώσεις είναι πράγματα προσιτά σε όλους. Γιατί ο άνθρωπος , ευτυχώς, δεν είναι μόνο μια μνημονική συσκευή, που χωρίς διάκριση απορροφά το πληροφορικό υλικό Και, επίσης ευτυχώς, ο άνθρωπος δεν είναι εκείνο που ¨τρώει» ( καταναλώνει με τη μορφή πνευματικής ή υλικής τροφής). Τον άνθρωπο τον κάνει ιδιόμορφο και ανεπανάληπτο όχι μόνο αυτό ακριβώς που διαβάζει, ακούει , αλλά και το πώς αφομοιώνει όλα αυτά.
Εννοείται η κουλτούρα της σκέψης προϋποθέτει τη μελέτη όλου του προγενέστερου πολιτισμού. Όχι όμως την απλή μελέτη του αλλά την κριτική επεξεργασία από τον κάθε άνθρωπο όλης της κληρονομιάς των προγόνων, την κατάκτησή της , τη μετατροπή αυτού του κοινωνικού πλούτου σε προσωπικό κτήμα του, σε δραστήρια ενέργεια της νόησης του, σε αόρατο όπλο του. Για το ζήτημα αυτό θαυμάσια θα γράψει ο Γκαίτε « Τι είμαι εγώ; Τι έκανα; Συγκέντρωσα και χρησιμοποίησα όλα όσα είδα, άκουσα, παρατήρησα. Την τροφή στα έργα μου την έδωσαν χιλιάδες διαφορετικά πρόσωπα , αγράμματοι και σοφοί, έξυπνοι και ανόητοι: η παιδική ηλικία ή ώριμη ηλικία, τα γερατειά , όλοι μου πρόσφεραν τη σκέψη τους, τις ικανότητες τους, τις ελπίδες τους, τον τρόπο της ζωής τους. Εγώ θέριζα συχνά αυτό που σπάρθηκε από άλλους, η δουλειά μου ήταν συλλογική δουλειά όλης της κοινωνίας και φέρνει το όνομα Γκαίτε».
Δοκιμάστε να αφαιρέσετε νοερά από τη σημερινή κοινωνία όλα τα όργανα και τα μέσα του υλικού πολιτισμού: την τεχνική, τους δρόμους, τις επικοινωνίες. Βάλτε την κοινωνία « αντιμέτωπη» με την ανέπαφη φύση. Τι θα προκύψει; Θα ξανάρθει η εποχή της πρωτόγονης βαρβαρότητας; Κάθε άλλο. Η ανθρωπότητα θα υποφέρει μεγάλες στερήσεις, η ανάπτυξη της θα σταματήσει, όμως μόνο για μερικές δεκαετίες. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου η κοινωνία θα οικοδομήσει από την αρχή όλον τον υλικό πολιτισμό, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της επιστήμης. Αλλά, αν η ανθρωπότητα στερηθεί αιφνίδια το συσσωρευμένο πνευματικό πολιτισμό, αυτό αναπόφευκτα θα την οδηγήσει σε πλήρη πρακτική
Εμένα πάντα με σοκάρει λίγο η συνηθισμένη έκφραση ¨θησαυροφυλάκιο του πνευματικού πολιτισμού» Σαν να είναι τα πολύτιμα κοσμήματα του Αλή – μπαμπά ή του Αλαντίν , και όποιος τυχερός καταφέρει να τα βρει μπορεί να στολίζεται με γνώσεις που φαντάζουν σαν πολύτιμα μπιχλιμπίδια, γιατί χωρίς αυτό στην εποχή μας δεν θα ήταν μοντέρνος. Το πιο χειρότερο είναι ότι μια παρόμοια βάρβαρη καταναλωτική σχέση προς την κουλτούρα σε μερικούς φαίνεται και σχεδόν μοναδικά σωστή.
Ο πνευματικός πολιτισμός δεν είναι ούτε θησαυρός, ούτε αποθήκη αξιών, αλλά περισσότερο αν μάλιστα χρησιμοποιήσουμε συγκρίσεις, είναι η συσσωρευμένη και συγκεντροποιημένη ενέργεια , που συσσωρεύτηκε σ’ όλη τη μακραίωνη περίοδο επί πολλούς αιώνες συνεχιζόμενης ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Και το πρόβλημα συνίσταται στο πως θα μετατραπεί αυτή η κοινωνική ενέργεια της ίδιας της διάνοιας.
Μόνο ένας δρόμος υπάρχει: να μην αντιπαραβάλλεται η μάθηση στη δημιουργία , η αφομοίωση ξένων γνώσεων στην ανεξάρτητη λειτουργία της σκέψης. Γιατί μάθηση δίχως ανεξάρτητη πνευματική δημιουργία είναι εντελώς επιπόλαια προγύμναση, εκμάθηση έτοιμων συνταγών είναι μαθηματικός τρόπος μάθησης και όχι μελέτη. Και η δημιουργία δίχως συνεχή μάθηση, δίχως κριτική επεξεργασία νέων πληροφοριών που διαρκώς ανανεώνονται δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σαπουνόφουσκα ονειροπόλου φαντασίας

Ο Χρήστος Η. Χαλαζιάς γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και από το 1967 ζει στην Αθήνα. Εργάζεται ως αρθογράφος στην έντυπη δημοσιογραφία και ως σχολιαστής στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Έχει εργασθεί σε Αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά καθώς επίσης και σε όλα σχεδόν τα ηλεκτρονικά μέσα. Άρθρα του έχουν αναδημοσιευτεί σε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και αραβικά έντυπα. Ήταν διευθυντής της Επιθεώρησης “Για την Αριστερά”, της “Επιθεώρησης για την Τέχνη και τον Πολιτισμό”, του ελληνοαραβικού περιοδικού “Πολιτισμός” και του περιοδικού “Συνεργασία των λαών”.Έχει συμμετάσχει στη συγγραφή του “Χρονικού του 20ου αιώνα”, στην εγκυκλοπαίδεια “Υδρία-Cambridge’ s – Ήλιος”, στο λεξικό “Εξάντας – Duden”, στη “Μεγάλη Ιστορία του 20ου αιώνα” κ.ά. Είχε εκδώσει το πρώτο περιοδικό για τον Ελληνισμό με τον τίτλο “Ελληνισμός” και την εφημερίδα “Δόρυ”.