Όταν τα πρώτα καραβάνια με τους τσιγγάνους – γύφτους ή ρομά εμφανίστηκαν στις πύλες του Παρισιού το 1427 , φάνηκε σε όλους σαν μια ανησυχητική ενσάρκωση των κακών, ή σαν ένας μορφασμός που φτάνει από τους ατέλειωτους χώρους της ανοιχτής εξοχής.
Επίσημα παρουσιάστηκαν σαν χριστιανοί οδοιπόροι της Αιγύπτου, εξαναγκασμένοι στη φυγή από τους Σαρακηνούς. Ο αρχηγός τους έδειξε ακόμη και μια υποτιθέμενη συστατική επιστολή του πάπα, που προέτρεπε τους λειτουργούς της εκκλησίας να βοηθήσουν τους τσιγγάνους ή ρομά στην καινούργια τους ζωή. Αλλά τα χαρακωμένο πρόσωπα, που έμοιαζαν ζαρωμένα, τα χέρια των γυναικών με τα χάλκινα στολίδια , τα κρεμαστά σκουλαρίκια στα αυτιά των παιδιών, γέννησαν τη δυσπιστία του «διαφορετικού». Η λαϊκή φαντασία του 15ου αιώνα είναι ακόμη υπερβολικά χονδροειδές, για να δεχθεί παραβάσεις της παράδοσης, αυτού του τύπου.
Στην Ευρώπη δεν ήταν όλοι σύμφωνοι για την ενοχοποίηση των τσιγγάνων και των ρομά Σε ορισμένες αυλές είχαν γίνει δεκτοί, για την ικανότητά τους στη μουσική και το χορό, σε άλλες για την δεξιοτεχνία τους πάνω στο άλογο και ο Θερβάντες, στο έργο του « Τσιγγανίσα» , προτείνει μια τελείως εξιδανικευμένη εικόνα των τσιγγάνων. Όμως είναι πλέον γεγονός, ότι η ιστορία της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, από τον 15ο αιώνα και μετά, διασχίζεται από συνεχείς διακηρύξεις, διαταγές για απέλαση και χωρίς διάκριση καταστολές.
Είναι αδύνατο να ανατρέξει κάποιος στα διάφορα στάδια με μια συστηματική ιστορία. Τα διάφορα μέτρα γεννιόντουσαν φορά τη φορά, από την κατασταλτική δραστηριοποίηση των νομοθετών, από τις κρατικές ανάγκες ( όπως το 1571 ο πάπας Πίος ο 5ος διέταξε να σταλούν οι άρρενες τσιγγάνοι στις γαλέρες, για την Μάγχη της Λεπάνθου) ή από την ανάγκη να κατοικηθούν καινούργια εδάφη ( όπως ο αποικισμός στην Βραζιλίας, που έγινε από τους Πορτογάλους τον 16ο αιώνα).
Οι μέχρι σήμερα δημοσιευμένες ιστορίες των τσιγγάνων περιορίζεται σε τυχαία περιστατικά, μεταξύ των οποίων μπορούν να βρεθούν και τα σημαντικά επεισόδια. Τα μέτρα που διέταξε ο Λουδοβίκος 15ος έτσι ώστε να ξυριστούν τα κεφάλια γυναικών, που καθόρισε στην Αγγλία ή Ελισάβετ η Α΄ το 554. Ο αποκεφαλισμός των αρχηγών των καραβανιών, που διέταξε ο Χριστιανός ο 5ος της Δανίας, το 1589. Η ανταμοιβή με είκοσι τέσσερα γαλλικά φράγκα, για κάθε τσιγγάνο, που νομοθετήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση το 1765. Αλλά και όταν την καταστολή αντικαθιστούσε η προσπάθεια αφομοίωσης των τσιγγάνων, οι μέθοδοι δεν ήταν λιγότερο βίαιοι. Για τον φωτισμένο απολυταρχισμό της Μαρίας Τερέζας και του Ιωσήφ του Β΄ της Αυστρίας , οι τσιγγάνοι αποτελούσαν ένα στοιχείο αταξίες, που έπρεπε να «τακτοποιηθεί» : Από δω προήλθε μια σειρά από διατάξεις , που είχαν σκοπό να μετατρέψουν τους τσιγγάνους σε «νέους Ουγγαρέζους».
Οι ερευνητές Κενριχ και Πούκσο έγραψαν για τη πολιτική σε βάρος των τσιγγάνων: «Χρησιμοποιήθηκε μια πολιτική βεβιασμένης εγκατάστασης των κοινοτήτων των τσιγγάνων της Τρανσυλβανίας, με την υποχρέωση της σχολικής παρακολούθησης για τα παιδιά και της κανονικής συμμετοχής στις λειτουργικές υπηρεσίες της εκκλησίας. Εκείνοι, που αποδεικνύονταν τόσο άγριοι, ώστε να προσβάλλουν αντίσταση σε αυτές τις υποχρεώσεις, εξαναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν σχολείο και εκκλησία, επάνω σε αιχμές από λόγχες. Οι έφηβοι αφού χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους, εξαναγκάστηκαν να μάθουν κάποιο επάγγελμα, ενώ ταυτόχρονα κηρύσσουν εκτός νόμου το ιδίωμα του τσιγγάνου, ο τρόπος ένδυσής τους και ακόμη και η μουσική τους. Αντίθετα, παράξενο ήταν το γεγονός, ότι ο Ιωσήφ ο Β΄ απαγόρευσε τους μικτούς γάμους ανάμεσα σε τσιγγάνους, τη μοναδική βάσιμη μορφή, δια μέσου της οποίας θα μπορούσε να επιταχυνθεί η διαδικασία αφομοίωσης τους».
Ένα διάλειμμα αυτού του κατατρεγμού υπήρξε , τον 19ο αιώνα, όταν ορμισμένες εκκλησίες, στις οποίες κινείτο πλέον ένα καινούργιο ανθρωπιστικό πνεύμα, παρουσίασαν ένα καλοπροαίρετο ενδιαφέρον προς τους τσιγγάνους. Οι Κουάκεροι (Αγγλική θρησκευτική αίρεση) οργάνωσαν έτσι την πρώτη αποστολή το 1815 και τους μιμήθηκαν τα επόμενα χρόνια οι προτεσταντικές εκκλησίες της Γερμανίας και, προς τα μισά του αιώνα, ο καθολικός ιερέας Βαρκάς της Ουγγαρίας. Επέκειτο για πατερναλιστικής προσπάθεια, που δεν ξεπερνούσαν το επίπεδο της παροχής βοήθειας και που αφορούσαν μόνο μικρές ομάδες τσιγγάνων . Παρ’ όλα αυτά, ήταν οι πρώτες προσπάθειες, να θεωρηθούν οι τσιγγάνοι σαν μια μειονότητα αυτόνομου πολιτισμού και όχι πια σαν ένας καταραμένος λαός, που έπρεπε να τιμωρηθεί.
Όμως ακόμη δεν είχαν έρθει οι πιο σκληρές δοκιμασίες. Οι καταδιώξεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ήταν βίαιες, αλλά είχαν τη μορφή επεισοδίων και δεν ήταν συστηματικές. Οι τσιγγάνοι, κηρυγμένοι εκτός νόμου και αποδεκατισμένοι, είχαν καταφέρει κατά κάποιο τρόπο, να επιζήσουν και δια μέσου συνεχών μετακινήσεων, τεχνασμάτων και ευκαιριακών καταφυγίων, είχαν διατηρήσει στο περάσαμε των αιώνων την προφορική τους γλώσσα και την πολιτιστική ιστορική ταυτότητα. Η καταστολή εναντίων των τσιγγάνων και ρομά συνεχίζεται και σήμερα στην Ευρώπη.
Οι ομάδες των τσιγγάνων και γύφτων (ή με την σύγχρονη Ευρωπαϊκή ορολογία ισοπεδώνοντας όλες τις φυλές σε μια) ρομά, μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν τον 13ο αιώνα αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο και σήμερα αποτελούν το περισσότερο επείγον τσιγγάνικο πρόβλημα, περνούν μια κρίση, που είναι ταυτόχρονα πολιτιστική οργάνωση.
Ο Τσιγγάνος ή ρομά σήμερα εκτίθεται σε μια διπλή είσοδό του στο περιθώριο. Χάνοντας την πολιτιστική πατροπαράδοτη ταυτότητα του, μπαίνει από μόνος του στο περιθώριο, μέσα στην ίδια του την κοινωνία. Αλλά εξαιτίας της υπό- προλεταριακή του κατάστασης. Αφήνοντας κατά μέρος τις ακραίες υπερβολές του δικαιολογήσιμου και της καταδίκης, το πρόβλημα των τσιγγάνων στην Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπιστεί γι’ αυτό που είναι. Ένα πρόβλημα οικονομικής κρίσης, που ανατρέπει παραδόσεις και πολιτισμό. Μόνο αν καταφέρουν να έχουν αρκετό χώρο και τα μέσα, για να εξυγιάνουν τη βάση της οικονομίας τους, οι τσιγγάνοι θα μπορέσουν να ξεπεράσουν την σημερινή κρίση και να αναδομήσουν τον πολιτισμό τους, προσαρμόζοντάς τον στην σημερινή πραγματικότητα και όχι ρατσιστικά.

Ο Χρήστος Η. Χαλαζιάς γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και από το 1967 ζει στην Αθήνα. Εργάζεται ως αρθογράφος στην έντυπη δημοσιογραφία και ως σχολιαστής στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Έχει εργασθεί σε Αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά καθώς επίσης και σε όλα σχεδόν τα ηλεκτρονικά μέσα. Άρθρα του έχουν αναδημοσιευτεί σε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και αραβικά έντυπα. Ήταν διευθυντής της Επιθεώρησης “Για την Αριστερά”, της “Επιθεώρησης για την Τέχνη και τον Πολιτισμό”, του ελληνοαραβικού περιοδικού “Πολιτισμός” και του περιοδικού “Συνεργασία των λαών”.Έχει συμμετάσχει στη συγγραφή του “Χρονικού του 20ου αιώνα”, στην εγκυκλοπαίδεια “Υδρία-Cambridge’ s – Ήλιος”, στο λεξικό “Εξάντας – Duden”, στη “Μεγάλη Ιστορία του 20ου αιώνα” κ.ά. Είχε εκδώσει το πρώτο περιοδικό για τον Ελληνισμό με τον τίτλο “Ελληνισμός” και την εφημερίδα “Δόρυ”.