Η Ευρώπη στους δρόμους: Οι αγρότες “κατέλαβαν” Παρίσι, Βερολίνο και Βρυξέλλες

Η Ευρώπη στους δρόμους: Οι αγρότες "κατέλαβαν" Παρίσι, Βερολίνο και Βρυξέλλες Η Ευρώπη στους δρόμους: Οι αγρότες "κατέλαβαν" Παρίσι, Βερολίνο και Βρυξέλλες
Κονβόι αγροτών οργισμένων με τις περικοπές που ανακοίνωσε η κυβέρνηση κλείνουν με τα τρακτέρ τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Σε κυβερνητικά κτίρια πετούν κοπριά. Η κυβέρνηση απαντά ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος και ότι τα μέτρα λιτότητας θα εφαρμοστούν. Στις διαδηλώσεις των αγροτών προστίθενται και άλλοι κλάδοι, όπως αυτοί των οδηγών τρένων, που απεργούν παραλύοντας τις μεταφορές στη χώρα.Τις προηγούμενες δεκαετίες η περιγραφή τέτοιων σκηνών θα αφορούσε την Ελλάδα. Σήμερα αφορά τους αγρότες της Γερμανίας και προηγουμένως της Γαλλίας και του Βελγίου. Με τις διαδηλώσεις να πληθαίνουν και να σκληραίνουν, το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί οι (άλλοι) Ευρωπαίοι αγρότες έπαθαν… Ελλάδα.

Περικοπές του Σολτς

Η απάντηση είναι προφανής και αναμενόμενη: Για τα λεφτά τα κάνουν όλα. Οι περικοπές που εξαναγκάζεται να κάνει η κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς σε ό,τι αφορά τους αγρότες, στα μάτια των Ελλήνων συναδέλφων τους δεν είναι τόσο τραγικές με βάση τα έσοδα των πρώτων. Οι Γερμανοί κατέβηκαν στους δρόμους επειδή η κυβέρνηση σχεδίασε να καταργήσει την έκπτωση στα τέλη κυκλοφορίας των αγροτικών οχημάτων και την επιδότηση για το πετρέλαιο κίνησης. Τελικά, αποφάσισε να διατηρήσει την έκπτωση του φόρου στα αγροτικά αυτοκίνητα και να καταργήσει την επιδότηση του ντίζελ σταδιακά σε μια τριετία αντί αμέσως. Καθώς φαίνεται, όμως, για τους αγρότες αυτή η κυβερνητική πρόθεση ήταν απλώς η αφορμή που έψαχναν για να ξεσπάσουν την οργή τους.

Οργή που εξέφραζαν με μεγαλύτερη ένταση τους προηγούμενους μήνες οι Γάλλοι αγρότες. Γι’ αυτούς, το πρόβλημα που τους ανάγκασε να μεταβούν με τα τρακτέρ τους στα κτίρια όπου εδρεύουν τα υπουργεία στο Παρίσι και να πετάξουν κοπριά σε αυτά είναι μια πληθώρα παραγόντων που τους πιέζουν και τους ωθούν στην απόγνωση. Μεταξύ αυτών, είναι το αυξανόμενο κόστος του ντίζελ κίνησης, η καθυστερημένη καταβολή των επιδοτήσεων της Ε.Ε., η διογκούμενη γραφειοκρατία και ο ανταγωνισμός από τις εισαγωγές.

Σε αυτά προστέθηκε η πίεση της γαλλικής κυβέρνησης να συγκρατήσουν οι αγρότες τις τιμές βάζοντας πλάτη στη μάχη κατά του πληθωρισμού και να κρατήσουν όρθια την οικονομία της χώρας διατηρώντας και τη διατροφική της ασφάλεια.
Ο εκπρόσωπος των Γάλλων αγροτών Φιλίπ Μπαρντί ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα που να υφίσταται τέτοιο ψυχικό φορτίο σαν αυτό του αγρότη», επεξηγώντας ότι «από τη μία πλευρά, ο υπουργός μάς ζητά να αλλάξουμε τις πρακτικές μας, να τις κάνουμε πιο οικολογικές. Από την άλλη, μας λέει να παράγουμε όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε η Γαλλία να πετύχει διατροφική κυριαρχία. Από τη μία πλευρά, μας λέει να κάνουμε τα πάντα για να αυξήσουμε τους μισθούς που πληρώνουμε. Από την άλλη, μας λένε να μειώσουμε τις τιμές μας λόγω του πληθωρισμού».

Ετσι, καθώς οι παράγοντες πιέζουν όλους τους τομείς της οικονομίας, πιέζουν και τους αγρότες, οι οποίοι έχουν υποστεί το ενεργειακό σοκ της προηγούμενης σεζόν και έχουν επιβαρυνθεί από τις καταστροφές που προκαλεί η κλιματική αλλαγή (πυρκαγιές και υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι, χαλάζι, πλημμύρες και πάγος τον χειμώνα). Τώρα οι περιορισμοί που τους επιβάλει η γαλλική κυβέρνηση, με την πίεση των Βρυξελλών, για βιώσιμες πρακτικές καλλιεργειών (εκλογίκευση της χρήσης νερού στο πότισμα, μείωση της χρησιμοποιούμενης ενέργειας, μείωση των χημικών που χρησιμοποιούνται), η κατάργηση φοροαπαλλαγών ή η επιβολή νέων φόρων αποτελούν casus belli.

Γερμανική λιτότητα

Επιστροφή στη Γερμανία. Η κυριότερη ανησυχία των αγροτών της μεγαλύτερης οικονομίας -και αγροτικής δύναμης- της Ευρώπης είναι ότι οι αυξήσεις των φόρων θα αναγκάσουν πολλούς στον τομέα που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπος με τα αισθητά μικρότερα περιθώρια κέρδους να χρεοκοπήσουν. Αυτός ο κίνδυνος έχει γίνει αντιληπτός και από την κυβέρνηση, η οποία ωστόσο πρέπει να καταφέρει να καταθέσει έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό. Ελπίζει, δε, ότι οι περικοπές που ανακοινώθηκαν τον Δεκέμβριο θα συμβάλουν στην εξοικονόμηση 920 εκατ. ευρώ (1 δισ. δολάρια).

Και αυτό γιατί τον Νοέμβριο υπέστη ένα δίχως προηγούμενο πλήγμα, όταν το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας απέρριψε τα σχέδια του προϋπολογισμού για το 2024, τροφοδοτώντας έναν επίπονο αγώνα δρόμου για τον τρόπο με τον οποίο θα καλυφθεί ένα χρηματοδοτικό κενό ύψους 17 δισ. ευρώ.

Τα μακροπρόθεσμα διαρθρωτικά προβλήματα γύρω από το εργατικό δυναμικό και τις υποδομές της χώρας παραμένουν επίσης άλυτα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η Γερμανία θα είναι η μόνη οικονομία του G7 που θα συρρικνωθεί, και με ρυθμό 0,9% η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει πολύ κάτω από τον μέσο όρο 1,4% για τις προηγμένες οικονομίες το 2024.

Η οικονομία της, η μεγαλύτερη της Ευρώπης, ήταν η πιο αδύναμη μεταξύ των μεγάλων ομολόγων της στη ζώνη του ευρώ πέρυσι, καθώς το υψηλό κόστος ενέργειας, οι λίγες παγκόσμιες παραγγελίες και τα επιτόκια-ρεκόρ την επιβάρυναν. Για τους ντόπιους αγρότες, ωστόσο, το θέμα δεν είναι αυτό. Οπως διατείνονται οι επικεφαλής της περιφερειακής ένωσης αγροτών της Γερμανίας, οι διαμαρτυρίες αποσκοπούν, μεταξύ άλλων παραγόντων, στη διασφάλιση της πανευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας της γερμανικής γεωργίας, του μέλλοντος των τοπικών προϊόντων και των θέσεων εργασίας στη γεωργική βιομηχανία.

Δεν είναι τόσο… φτωχοί

Οι Γερμανοί αγρότες, πάντως, δεν βρίσκονται σε τόσο δεινή θέση, καθώς επωφελήθηκαν από την περσινή (ιδίως) άνοδο των τιμών των τροφίμων. Τα στοιχεία της γερμανικής ένωσης αγροτών DBV, σύμφωνα με τα οποία η μέση γεωργική εκμετάλλευση πλήρους απασχόλησης είχε κέρδη 115.000 ευρώ το 2022-23, δηλαδή αύξηση 45% μέσα σε μόλις δύο χρόνια, είναι ενδεικτικά. Τα κέρδη, λέει η DBV, δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά σε σύγκριση με τα κρεοπωλεία ή τα αρτοποιεία, όμως είναι μεγαλύτερα από τον μέσο μισθό στη χώρα. Σε αυτά, προσθέστε ότι οι κρατικές επιδοτήσεις στο πετρέλαιο εξοικονομούν σε μια γεωργική εκμετάλλευση πλήρους απασχόλησης αρκετές χιλιάδες ευρώ ετησίως και ότι οι φόροι τους είναι μεν υψηλότεροι από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., αλλά είναι χαμηλότεροι αντίστοιχα από της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Πολωνίας.

Εκ πρώτης όψεως, τα πράγματα στη γερμανική γεωργία, η οποία συνεισφέρει μόλις το 1% του ΑΕΠ της, αλλά είναι η μεγαλύτερη δύναμη της Ε.Ε. στις πατάτες, στην παραγωγή χοιρινού και το γάλα, φαίνονται να είναι πιο ανθηρά.

Φταίει ο… Πούτιν

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην από την ημέρα που ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει ο ρωσικός στρατός στο ουκρανικό έδαφος, προκαλώντας την οργή -και- της Ευρώπης. Η Γερμανία αναγκάστηκε να συμπλεύσει με τους Ευρωπαίους εταίρους της και τους Αμερικανούς συμμάχους της και να κάνει κάτι που έμοιαζε με οικονομική αυτοκτονία: να κόψει το φθηνό (πάμφθηνο, για την ακρίβεια) φυσικό αέριο που εισήγαγε από τη Ρωσία και ήταν το στρατηγικό της πλεονέκτημα καθώς εξασφάλιζε φθηνή ενέργεια και άρα μικρό κόστος παραγωγής.

Αυτή η νέα πραγματικότητα που εκτόξευσε το κόστος της ενέργειας -και- για την αγροτική παραγωγή προκάλεσε σοκ σε μεγάλο μέρος των παραγωγών. Με την απειλή και της ενεργειακής κρίσης, πολλά θερμοκήπια έκλεισαν πέρυσι ή διαπίστωσαν ότι το στρατηγικό τους πλεονέκτημα όλα τα προηγούμενα χρόνια έχει εξαφανιστεί και ότι θα δουλεύουν εφεξής με μικρότερα περιθώρια κέρδους, όπως οι άλλοι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους. Οι Ελληνες, για παράδειγμα.

Αυτό βέβαια δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Αυτό που συζητούν στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι ότι την τελευταία δεκαετία και πλέον ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μειώνεται με ρυθμό άνω του 1% ετησίως. Οι περισσότερες από αυτές είναι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες δίνουν τη θέση τους στις αντίστοιχες μεγάλες, που με τη σειρά τους αυξάνονται και πληθύνονται.

«Αργό θάνατο», χαρακτηρίζουν για τη γερμανική γεωργία και την ανταγωνιστικότητά της τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων για τα αγροτικά καύσιμα. Επιπλέον, ο επικεφαλής της γερμανικής ένωσης αγροτών Γιοακίμ Ρούκβιντ επισημαίνει ότι δεν είναι όλα αριθμοί: διότι πλέον δεν διακυβεύεται μόνο το μέλλον των αγροτικών οικογενειών, αλλά και το μέλλον της χώρας και η επισιτιστική της ασφάλεια.

Πρόβατα στις Βρυξέλλες

Το θέμα, εντέλει, δεν αφορά μόνο τους Γερμανούς αγρότες και δεν ξεκίνησε τώρα. Διόλου τυχαία, το προηγούμενο διάστημα οι Γάλλοι αγρότες αναποδογύριζαν τις ταμπέλες με τα τοπωνύμια σε όλη τη χώρα, ενώ οι Βέλγοι κατέβασαν κοπάδια με πρόβατα στους δρόμους των Βρυξελλών κλείνοντας τις κεντρικές οδικές αρτηρίες με τα τρακτέρ. Η ευρωπαϊκή γεωργία, υποστηρίζουν οι ίδιοι, όπως και οι συνάδελφοί τους σε κάθε γωνιά της Γηραιάς Ηπείρου, βρίσκεται σε κίνδυνο.

Από τη μία, είναι η κλιματική αλλαγή που αναγκάζει τους γεωργικούς παραγωγούς είτε να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητές τους, είτε να εκτοξεύσουν τις τιμές τους (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ελαιόλαδου), είτε να στραφούν σε νέες καλλιέργειες. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό των Ιταλών που αναγκάζονται να καλλιεργήσουν μάνγκο και άλλα τροπικά φρούτα όσο η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας σε συνδυασμό με το «Ελ Νίνιο» κάνει τα καλοκαίρια αφόρητα ζεστά για την καλλιέργεια των παραδοσιακών μεσογειακών φρούτων ενώ ευνοεί την καλλιέργεια τροπικών, πιο ανθεκτικών στις υψηλές θερμοκρασίες.

Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι αγρότες υποστηρίζουν ότι, εκτός από το αυξημένο κόστος παραγωγής (ενέργεια, καύσιμα, λιπάσματα, εργατικά χέρια) που έχουν εκτοξευτεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και λόγω της πληθωριστικής κρίσης, έχουν να αντιμετωπίσουν και την «αναλγησία των Βρυξελλών».

Αποκατάσταση οικοτόπων

Αναφέρονται κυρίως στoν νόμο για την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων που πέρασε το περασμένο καλοκαίρι το Ευρωκοινοβούλιο αποσκοπώντας στην αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, των οικοτόπων και των ειδών σε όλες τις χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές της Ε.Ε. Για τον σκοπό αυτό, βάσει νόμου, απαιτείται η αποκατάσταση τουλάχιστον του 20% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών της Ε.Ε. έως το 2030 και, τελικά, όλων των οικοσυστημάτων που χρήζουν αποκατάστασης έως το 2050. Αυτό, λοιπόν, εξελήφθη ως κήρυξη πολέμου στους αγροτοκτηνοτρόφους της Ευρώπης, καθώς θεωρούν ότι η πολυδιαφημισμένη πράσινη μετάβαση του μπλοκ για την αποτροπή του αφανισμού ζωτικών οικοσυστημάτων και ειδών λόγω της κλιματικής αλλαγής μειώνει δραματικά τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις.

Η αλήθεια είναι ότι στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα πρέπει να αποκαταστήσουν το 30% όλων των πρώην υδροβιότοπων που σήμερα καλλιεργούνται και να προωθήσουν τη μερική μετάβαση σε άλλες χρήσεις έως το τέλος της δεκαετίας, ποσοστό που θα αυξηθεί στο 70% έως το 2050. Από την πλευρά τους, οι ενώσεις αγροτών σε όλη την Ευρώπη δηλώνουν ότι φοβούνται την εκτεταμένη απώλεια πολύτιμων γεωργικών εκτάσεων και ότι «δεν έχει κανένα νόημα η καταστροφή χωριών που φτιάχτηκαν πριν από 100 και περισσότερα χρόνια για να ξαναφτιάξουμε υδροβιότοπους ωθώντας την ήπειρο σε επισιτιστική ανασφάλεια».

Αυτό αφορά σε μεγαλύτερο βαθμό την Ολλανδία, την Πολωνία και τη Γερμανία όπου υδροβιότοποι έχουν αποξηρανθεί και χρησιμοποιούνται σήμερα ως χωράφια και βοσκότοποι. Προειδοποιούν μάλιστα ότι η μετατροπή τους ξανά σε υδροβιότοπους θα μπορούσε να οδηγήσει σε επισιτιστική και οικονομική κρίση. Οι αντίπαλοί τους τονίζουν ότι έτσι θα ευνοηθεί η γεωργική δραστηριότητα. Ποιος έχει δίκιο;

ΠΗΓΗ: PROTOTHEMA.GR
Ακολουθήστε το newstok.gr στο Google News για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο