Η αγορά των υπηρεσιών ρυμούλκησης στο λιμάνι του Πειραιά, ένας τομέας που προσελκύει σημαντικές επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ από διεθνείς ομίλους, συμπεριλαμβανομένης της MSC, βρίσκεται στο επίκεντρο σοβαρών προβληματισμών και καταγγελιών για στρέβλωση του ανταγωνισμού. Πληροφορίες από την αγορά και μαρτυρίες εμπλεκομένων υποδεικνύουν μια κατάσταση όπου ο ανταγωνισμός φαίνεται να μην ασκείται ελεύθερα, αλλά να καθοδηγείται από ένα ολιγοπωλιακό σύστημα.
Το Παράδοξο του “Ανοιχτού” διαγωνισμού
Στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκεται ένας διαγωνισμός που προκηρύχθηκε από τα ΕΛ.ΠΕ (νυν HELLENiQ ENERGY) το 2022. Τα ΕΛ.ΠΕ, ελέγχοντας περίπου το 70% της ζήτησης για υπηρεσίες ρυμούλκησης, στόχευαν μέσω του διαγωνισμού σε μακροχρόνιες αναθέσεις. Θεωρητικά, μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να εισάγει το μοντέλο του “ανταγωνισμού για την αγορά” (όπου ο πλέον ανταγωνιστικός πάροχος αναλαμβάνει αποκλειστικά την υπηρεσία για συγκεκριμένο διάστημα), αντί του παραδοσιακού “ανταγωνισμού εντός της αγοράς” (όπου πολλές εταιρείες ανταγωνίζονται καθημερινά με διαφορετικούς τιμοκαταλόγους και παροχές).
Ωστόσο, οι όροι του διαγωνισμού φέρονται να υπονόμευσαν αυτόν τον στόχο. Ενώ διαφημιζόταν ως “ανοιχτός”, απαιτούσε την υποβολή κοινής προσφοράς με πάνω από είκοσι ρυμουλκά. Παρότι αρχικά υπήρχαν διαβεβαιώσεις από στελέχη των ΕΛ.ΠΕ ότι θα γίνονταν δεκτές και μεμονωμένες προσφορές για μέρος των υπηρεσιών, αργότερα φέρεται να διευκρινίστηκε η προτίμηση για έναν ενιαίο πάροχο.
Αυτή η προϋπόθεση, σε συνδυασμό με άλλους όρους και διαδικασίες, λειτούργησε, σύμφωνα με τις καταγγελίες, ως εμπόδιο για την είσοδο μικρότερων ή νέων, ξένων παικτών, ακόμα και μέσω θυγατρικών. Κατά συνέπεια, οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι τα ΕΛ.ΠΕ ουσιαστικά προέτρεψαν τις τέσσερις μεγάλες εταιρείες του κλάδου – δύο με ιταλικά κεφάλαια και δύο που ήδη λειτουργούν σε κοινοπραξία με ιταλική συμμετοχή – να σχηματίσουν μια ειδική κοινοπραξία για να διεκδικήσουν το έργο.
Νομιμοποίηση ενός άτυπου καρτέλ;
Οι εταιρείες αυτές, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, φέρονται να λειτουργούν ήδη σε ένα άτυπο ολιγοπωλιακό καθεστώς, διαμοιράζοντας την “πίτα” της αγοράς. Μάλιστα, αναφέρεται ότι έχουν στο παρελθόν κληθεί να καταβάλουν πρόστιμα στο Δημόσιο, αποδεχόμενες παράνομες πρακτικές μέσω συμβιβαστικών πορισμάτων της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Εάν οι ισχυρισμοί ευσταθούν, ο εν λόγω διαγωνισμός, αντί να ενισχύσει τον υγιή ανταγωνισμό, κινδυνεύει να “νομιμοποιήσει” και να επισημοποιήσει ένα προϋπάρχον καρτέλ. Δίνει, δηλαδή, τη δυνατότητα στους “εκλεκτούς” να κατανέμουν μεταξύ τους την εργασία, χωρίς οι τελικοί πελάτες – οι εταιρείες των δεξαμενοπλοίων – να έχουν ουσιαστικό λόγο στην επιλογή παρόχου.
Ένας διαγωνισμός “παγωμένος” και ερωτήματα που καίνε
Παρά το γεγονός ότι ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε και υποβλήθηκαν προσφορές πριν από δύο χρόνια, παραμένει “παγωμένος” στα συρτάρια των αρμοδίων. Οι ερμηνείες ποικίλλουν: κάποιοι κάνουν λόγο για νομικά προβλήματα που καθυστερούν την ενεργοποίησή του, ενώ άλλοι υποψιάζονται ότι “σιγομαγειρεύεται” μια λύση που θα εξυπηρετεί τα ίδια συμφέροντα. Πρόσφατες φήμες, μάλιστα, αναφέρουν ότι η συμφωνία είναι έτοιμη να ενεργοποιηθεί, διατηρώντας τον ολιγοπωλιακό της χαρακτήρα.
Η κατάσταση αυτή εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για τη στάση των εποπτικών αρχών:
- Τι μέτρα λαμβάνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού για να διασφαλίσει τη διαφάνεια και τον υγιή ανταγωνισμό σε μια αγορά στρατηγικής σημασίας;
- Ποια είναι η θέση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής απέναντι σε αυτές τις σοβαρές ενδείξεις;
- Γιατί η Πολιτεία φαίνεται να σιωπά όταν οι ψίθυροι για εναρμονισμένες πρακτικές και αποκλεισμό νέων παικτών μετατρέπονται σε κραυγές από την αγορά;
Η διαφάνεια, ο σεβασμός στους κανόνες του ανταγωνισμού και η προστασία του δημοσίου συμφέροντος σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα όπως οι λιμενικές υπηρεσίες ρυμούλκησης στον Πειραιά απαιτούν άμεσες και πειστικές απαντήσεις. Η αγορά αναμένει, και οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν αν οι διαδικασίες διασφαλίζουν το κοινό καλό ή εξυπηρετούν τα συμφέροντα λίγων.