Κάιρο, Αίγυπτος – Σε μια δραματική εξέλιξη που απειλεί την ιστορική συνέχεια 15 αιώνων, η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο «έξωσης». Αιγυπτιακό δικαστήριο έκρινε τον Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ και Ηγούμενο της Μονής, κ. Δαμιανό, και τη Σιναϊτική Αδελφότητα ως «καταπατητές» της ίδιας της γης όπου διαβιούν αδιαλείπτως για δεκαπέντε αιώνες. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, μιλώντας στον «Εθνικό Κήρυκα» από το Κάιρο όπου βρίσκεται, εξέφρασε την οδύνη και την αγωνία του για το μέλλον της Μονής, η οποία σήμερα φιλοξενεί 18-20 μοναχούς.
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός, ο οποίος προγραμματίζει να επιστρέψει στην Αθήνα εντός των επόμενων 7-10 ημερών, περιέγραψε στη συνέντευξή του το βράδυ της Πέμπτης μια δεκαετή και πλέον δικαστική οδύσσεια. «Επί δέκα και πλέον χρόνια βρισκόμαστε συνεχώς στα δικαστήρια γιατί μας αρνούνται την ιδιοκτησία μας στη γη αυτή την ξερή, την οποία θεωρούσαμε δική μας, που μας κληροδότησαν άνθρωποι οι οποίοι αγίασαν», δήλωσε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε με πικρία πως ενώ η Μονή αποτελεί ιερό προσκύνημα και πόλο έλξης για επισκέπτες, ωφελώντας την αιγυπτιακή κυβέρνηση, «δεν θέλουν να μας τα αναγνωρίσουν ως δικά μας εδάφη».
Η στάση των αιγυπτιακών αρχών, και συγκεκριμένα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είναι αντιφατική σύμφωνα με τον Σεβασμιότατο. «Μας λένε οι Αρχές και συγκεκριμένα η Αρχαιολογική Υπηρεσία πως ναι μεν τα έχετε για χρήση αλλά είναι δικά μας,» ανέφερε, τονίζοντας την ειρωνεία του να κατηγορούνται για κακή διαχείριση αυτοί που «φυλάσσομε με τη δική μας εργασία, τον δικό μας κόπο και από τα δικά μας έργα έναν θαυμάσιο θησαυρό από τον έκτο αιώνα μέχρι σήμερα».
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν έκρυψε την απογοήτευσή του για την αδιαλλαξία που συναντά: «Διαμαρτυρόμαστε έντονα αλλά όλες οι διαμαρτυρίες μας πηγαίνουν χαμένες διότι ο ισχυρότερος λέγει έτσι θέλω έτσι θα κάνω». Υπογράμμισε πως η εξέλιξη αυτή αποτελεί «μεγάλο πλήγμα για μας, αλλά θα είναι ντροπή», καθώς η Μονή επιθυμεί να συνεχίσει να διαχειρίζεται όσα διαφύλαξε με κόπους και θυσίες, συχνά εξ ιδίων πόρων.
Αναφερόμενος στην απόφαση του δικαστηρίου που οδήγησε στην οριακή κατάσταση της «έξωσης», ο Αρχιεπίσκοπος έκανε λόγο για «στρεψοδικία». Υπενθύμισε πως ήδη από το 1980, κατόπιν κυβερνητικής οδηγίας για δήλωση περιουσιών σε περιοχές χωρίς κτηματολόγιο, η Μονή ήταν από τους πρώτους που κατέθεσε 71 φακέλους για την αναγνώριση των ιδιοκτησιών της (μικρά κηπάκια, εκκλησάκια κ.λπ.), λαμβάνοντας και απόδειξη παραλαβής. «Περιμέναμε να έλθει η Επιτροπή και να αναγνωριστούν στον ιδιοκτήτη αυτής της γης και ενώ σε άλλους που είχαν περισσότερα και μεγαλύτερα τεμάχια οικοπέδων έδωσαν ιδιοκτησία εμείς δεν πήραμε», σημείωσε, προσθέτοντας πως μετά από είκοσι χρόνια το αιγυπτιακό κράτος αρνήθηκε την αναγνώριση, αντιμετωπίζοντας τους μοναχούς ως «νέους», παρότι «είμαστε από τον έκτο αιώνα εδώ κάτοικοι του Σινά».
Επισήμανε μάλιστα πως μετά από επεισόδια με φανατικούς μουσουλμάνους, «άρχισαν να μας βλέπουν σαν κατακτητές», ενώ οι αιγυπτιακές αρχές «μας λένε ότι κάνετε χρησικτησία και μας ζητούν και χρήματα για χρησικτησία». Στα εμπόδια προστίθεται και η έλλειψη Ελλήνων ή ελληνόφωνων δικηγόρων στην Αίγυπτο για την επαρκή υπεράσπιση της Μονής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός, ο οποίος στα 91 του χρόνια μετρά 64 χρόνια αφιερωμένα στη Μονή, εξέφρασε τον «πόνο της καρδιάς» του. Αποκάλυψε πως υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Μονής, του Νοτίου Σινά και της Ελληνικής Πολιτείας, με στόχο «η Μονή να κινείται πιο ελεύθερα, να της αναγνωριστεί μία ιδιοκτησία». Ωστόσο, «ενώ συμφωνήσαμε σ’ αυτό το κείμενο μάς το άλλαξαν και μας παρουσιάζουν τελείως διαφορετικά πράγματα». Ανέφερε μάλιστα πως ενώ ο Πρόεδρος Σίσι «βιαζόταν να υπογραφεί η συμφωνία, τελικά δεν της έδωσαν σημασία επικαλούμενοι ανόητα επιχειρήματα», με άλλους Αιγύπτιους αξιωματούχους να υπονομεύουν τη διαδικασία. Στο πλαίσιο των διπλωματικών επαφών, επιβεβαίωσε ότι την Πέμπτη υπήρξε συνάντηση αντιπροσώπου του με τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη.
Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, η Μονή δεν προχώρησε στο κλείσιμό της, όπως είχε αρχικά εξεταστεί, «για να μην γίνει αναστάτωση και χαλάσουμε όλη την προσπάθεια του διεθνούς τουρισμού και ούτε θέλαμε να αδικηθούν οι Αιγύπτιοι».
Καταλήγοντας, ο κ. Δαμιανός τόνισε πως «οι Αιγύπτιοι προσπαθούν να το υποβαθμίσουν, λένε ότι αγαπούν το Μοναστήρι, αλλά στην πραγματικότητα το πνίγουν». Επισήμανε δε πως ενώ οι αιγυπτιακές αρχές δεν ήθελαν δημοσιότητα, «οι ίδιοι το έβγαλαν προς τα έξω κι εμείς αμυνόμαστε. Είναι μία μεγάλη υπόθεση, διεθνής υπόθεση». Το μέλλον ενός εκ των αρχαιότερων χριστιανικών μοναστηριών του κόσμου παραμένει αβέβαιο, με την διεθνή κοινότητα να παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις.