Μοντέλα πατριωτικής οικονομικής ανάπτυξης

πατριωτικής οικονομικής ανάπτυξης πατριωτικής οικονομικής ανάπτυξης

Τα μοντέλα της οικονομικής δημοκρατίας στηρίζονται, αν μη τι άλλο,  σ’ ένα είδος κοινωνικού έλεγχου των καθαρών επενδύσεων. Σε κοινωνικό επίπεδο, απαιτούν ένα μοντέλο δημοκρατικής λήψης των αποφάσεων, με τη χρήση του ενός ή του άλλου τύπου αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την εμπλοκή  τόσο των παραγωγών και των καταναλωτών όσο και του κράτους, που εκπροσωπεί «γενικά συμφέροντα», όπως η περιβαλλοντική ανάπτυξη και το συμφέρον  των επόμενων  γενεών.

Η κατανομή των διαθέσιμων επενδυτικών κεφαλαίων (σήμερα ανάμεσα στο 5 και το 12% του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες), δεν θα υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των ιδιωτών ιδιοκτητών, των πολυεθνικών εταιρειών και των μάνατζερ που προσλαμβάνονται , αλλά σε συλλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων από αντιπροσωπευτικά  σώματα, τα οποία θα εκλέγουν όλοι οι εμπλεκόμενοι, και οι προβληματιζόμενοι για τη διαδικασία της οικονομικής αναπαραγωγής.

Σ’ ένα δημοκρατικό πατριωτικό καθεστώς, μεμονωμένες εταιρείες και πολυεθνικές θα πρέπει να συνεισφέρουν στα κεφάλαια των κοινωνικών επενδύσεων μέσω τακτών φορέων επί των καθαρών  κερδών τους. Για να κάνουν επενδύσεις, θα πρέπει να αναζητούν τα μέσα που τους εγγυώνται την πίστωση, υποβάλλοντας προς έγκριση ατομικά επενδυτικά σχέδια, τα οποία θα εξετάζονται με βάση τις γενικές αρχές που θα έχουν καθιερώσει τα δημόσια σώματα τα οποία  ελέγχουν τα κεφάλαια για τις κοινωνικές επενδύσεις. Ένα σύστημα  τραπεζών δημοσίων επενδύσεων θα δρα ως ενδιάμεσος μεταξύ , από τη μια, της κοινωνίας – ή των αντιπροσωπευτικών της σωμάτων – ως κατόχου γενικών επενδυτικών κεφαλαίων, και, από την άλλη, μεμονωμένων επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων των εργατικών συνεταιρισμών), ως περιστασιακών χρηστών μέρους αυτών των κεφαλαίων.

Ένα τέτοιο σύστημα με ελάχιστο δημοκρατικό έλεγχο και σχεδιασμό, χρειάζεται, φυσικά ιδιαίτερους θεσμούς – συμβούλια επενδυτικών σχεδιασμών και τράπεζες δημοσίων επενδύσεων – που θα λειτουργούν υπό τον έλεγχο γενικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων (συμβουλίων ή του κοινοβουλίου), υπεύθυνων για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων κάθε είδους.  

Στο άλλο άκρο, θα φανταζόμασταν μια οικονομία όπου τα πάντα βρίσκονται υπό δημόσιο, δημοκρατικό έλεγχο και όπου η παραμικρή οικονομική απόφαση λαμβάνεται από όλους όσοι επηρεάζονται απ’ αυτήν. Αντιστοίχως, οι καταναλωτές πρέπει να αποφασίζουν για τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους και να γνωστοποιούν τις προτιμήσεις τους στους παραγωγούς ενώ, από την άλλη πλευρά, οι εργατικοί συνεταιρισμοί θα πρέπει να παρέχουν την απαραίτητη  ενημέρωση όσον αφορά τις τιμές για μια σειρά από προϊόντα .

Τελικά, οι αποφάσεις για το τι παράγουμε, πότε, που , πως και σε  πιο κόστος πρέπει να λαμβάνονται σε μια αμφίδρομη διαδικασία όπου μεμονωμένοι καταναλωτές διαπραγματεύονται με μεμονωμένους εργατικούς συνεταιρισμούς. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει αν και σε ποιο βαθμό οι σχέσεις της αγοράς και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους παραγωγούς μπορεί και θα πρέπει να παίξει έναν ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία – και εάν ναι, αν θα ήταν δυνατό να μείνουν υπό δημοκρατικό έλεγχο.

Σχετικά με το  μείζον πρόβλημα πως ένα στοιχείο «πατριωτικής αγοράς» θα μπορούσε να ταιριάξει σ’ ένα δημοκρατικό οικονομικό καθεστώς, έχει λεχθεί ότι οι αγορές θα μπορούσαν ουσιαστικά να «κοινωνικοποιηθούν». Εντάσσοντας τις αγορές σε συγκεκριμένους θεσμούς που οργανώνουν και επιτηρούν τη δράση όλων των παραγόντων, θα γινόταν δυνατόν να διασφαλιστεί διαφάνεια, να ρυθμιστεί ο ανταγωνισμός και, πραγματικά να «κυβερνηθούν οι αγορές»

Η ιστορία του νεοφιλελευθερισμού διαθέτει πολλά παραδείγματα προσπαθειών που υποστήριξαν αρκετά επιτυχώς τη «διακυβέρνηση των αγορών», ιδίως στην περίπτωση  των νέων βιομηχανικών χωρών. Κατά κανόνα, τα κράτη και οι κρατικές γραφειοκρατίες που οργανώνουν και κυβερνούν τις αγορές δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «δημοκρατικά» στα χρονικά  των νέων βιομηχανικών χωρών του 19ου και 20ου αιώνα, κυριαρχούν αυταρχικά καθεστώτα. Για μια βιώσιμη μορφή οικονομικής πατριωτικής δημοκρατίας, απαιτείται κάτι περισσότερο από απλή πολιτική βούληση και δύναμη για να σπρώξεις προς την κατεύθυνση της οικονομικής «ανάπτυξης». Αντιθέτως, μια βιώσιμη οικονομική πατριωτική δημοκρατία θα ήταν συμβατή με χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και θα στηριζόταν  σε κοινούς ποιοτικούς «αναπτυξιακούς» στόχους αυτοί θα προσδιορίζονταν σε οργανωμένες δημόσιες συζητήσεις. Ασφαλώς, ένα καθεστώς οικονομικής  πατριωτικής δημοκρατίας που πολιτικοποιεί  όλα τα μακροοικονομικά ζητήματα, απαιτώντας έτσι πολύ πιο εκλεπτυσμένες επιχειρηματικά και νομιμοποίηση, θα ήταν πολύ πιο εύκολος  διαχειρίσιμος για τους σχεδιαστές της  πολιτικής.

Αυτό το σημείο σχετίζεται με το ερώτημα για τα όρια και την κλίμακα  του  «νεοφιλελευθερισμού των αγορών» – για την ύπαρξη ή μη μιας αγοράς εργασίας, μια κεφαλαιαγοράς, μια αγοράς πόρων. Στην πατριωτική παράδοση υπάρχει μια ισχυρή τάση προς την κατάργηση ή τον αυστηρό περιορισμό τέτοιων αγορών. Οι  «πατριωτικές» αγορές επιτρέπουν έλεγχο και τη λήψη των αποφάσεων όσον αφορά τις διαδικασίες της αγοράς, θα αποτελούσαν μια εναλλακτική λύση. Ακριβώς επειδή τέτοιες αγορές θα διακινούνται και θα ελέγχονται από δημόσια σώματα επίβλεψης και  ρύθμισης, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν δημοκρατικές αρχές στη λήψη των αποφάσεων. Σήμερα υπάρχουν πολλά τέτοια γραφεία και σώματα. Πρόκειται γι’ αυτά που στην τρέχουσα αργκό είναι γνωστά ως Bingos, δηλαδή Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις με ισχυρό επιχειρηματικό προσανατολισμό, τυπικά οργανωμένες και θεσμοθετημένες επιχειρηματικές κοινότητες που βρίσκονται υπεράνω δημοκρατικού  ελέγχου και δρουν σαν κλαμπ ευγενών, τα οποία δικτυώνονται μεταξύ τους. Η αντικατάσταση τους από δημοκρατικά οργανωμένα  νομιμοποιημένα δημόσια σώματα θα ήταν εύκολη ακόμα και αναγκαία, αφ’ ης στιγμής ο ιδιώτης κάτοχος του κεφαλαίου και επιχειρηματίας  απομακρυνθεί από την κεντρική θέση του στην οικονομική ζωή της κοινωνίας. Στο νέο πλαίσιο των «κοινωνικοποιημένων αγορών», τα δημόσια  σώματα θα όφειλαν να καθιερώσουν νόρμες, πρότυπα και κανόνες για τους συμμετέχοντες στην αγορά – νόρμες για τις τιμές, τους μισθούς, τις πληρωμές, όπως και για τα προϊόντα ή την ποιότητα και την παραγωγή (σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την κατανάλωση ενέργειας, τις επιπτώσεις στην υγεία και τη συμπεριφορά). Με την  προσθήκη  ενός ισχυρού στοιχείου συλλογικού, δημοκρατικού τρόπου  λήψης των αποφάσεων για τις επενδύσεις, την κοινωνικοποίηση της κατανεμητικής λειτουργιάς της  αγοράς της «επιχειρηματικής» λειτουργίας, παράλληλα με  την προώθηση καινοτόμων και «νέων συνδυασμών», θα βρισκόμαστε  πολύ κοντά σ’ ένα πλήρως δημοκρατικό οικονομικό καθεστώς.   


Ακολουθήστε το newstok.gr στο Google News και ενημερωθείτε άμεσα καθημερινά για την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας