Η έξοδος του Μεσολογγίου και ο Σολωμός

Χαλαζιάς Χαλαζιάς

Η πολιορκία του Μεσολογγίου ενέπνευσε τον Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό να γράψει σε τρείς σχεδιασμούς το ποίημα του  «Μεσολόγγι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. 

Ο ποιητής έζησε τα γεγονότα και αισθάνθηκε την ανάγκη να υμνήσει τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Μεσολογγιτών. Ο Σολωμός φαντάζεται ότι βρέθηκε σε μια  ερειπωμένη πόλη, που συμβολίζει την τότε  ακαταστασία του κόσμου. Εκεί του εμφανίστηκε, η «Μητέρα Ελλάδα» και παρακαλεί  ν’ ακούσει τη φωνή της, για να την χαρίσει στον Ελληνικό λαό, κι’ εκείνη του δείχνει την πολιορκία του Μεσολογγίου, και τον προστάζει, να την εξιστορήσει. Δηλαδή σα να του  έλεγε πως, η γνώμη της είναι  απολύτως συμφωνεί με το πνεύμα  που παρουσιάζουν οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες. 

Ο ποιητής παρακολουθεί  οραματικά την πολιορκία, την εξιστορεί στο ποίημα  του σαν να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του.
Στην αρχή βλέπει  τον ακατάπαυτο βομβαρδισμό της πόλης : « Μες στα χαράματα συχνά και μες τα μεσημέρια / και να θολώσουν τα νερά, και τα’ άστρα σαν πληθύνουν/ ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα και οι βράχοι…».

Οι ξένοι ναύτες τους παρακολουθούν  με πόνο και αγωνία: «Κ’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε,/ «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς». Τα γειτονικά νησιά, κλαίνε από λύπη και κάνουν δεήσεις στις εκκλησίες τρομαγμένοι και ένας  γέρο ψαράς τριγυρνά  στην πόλη, σαν να έχει χάσει τα λογικά του  και φωνάζει δυνατά:  «πέλαγο μέγα, αλίμονο, βαρεί το καλυβάκι, λίγη ώρα ξέσκεπα  τα λίγα στήθια μένουν αθανατ’ είναι, που βροντή ποτέ δεν ησυχάζει…».

Οι έξω από την πόλη θλίβονται και τρομάζουν, ο κλεισμένοι, αλύγιστη, αντιμετωπίζουν νικηφόρα την επίθεση του εχθρού σο νησάκι της Κλείσοβας, κι’ ανάμεσα από τον κατάμαυρο καπνό  του μπαρουτιού, προβάλλουν κάτω από τη  Σημαία τους, που  κυματίζει: «Όμορφη , πλούσια κι’ άπαρτη, και σεβαστή  και αγία/ Σαν τον ήλιο, σαν αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος…».

Ο Ιμπραήμ λυσσάσει από το θυμό του, που δε μπορεί να νικήσει μια χούφτα ψαράδων, που άλλαξαν τα δίχτυα και το καμάκι, με το γιαταγάνι και το ντουφέκι. Και ζητά να τους νικήσει με την πείνα , κι’ οι πολιορκημένοι να  περιμένουν τον Ελληνικό στόλο να τους εφοδιάσει, όπως το είχε ξανακάνει. Ο στόλος έφτασε στις αρχές του Απρίλη. Τα νέα γέμισαν χαρά τους πολιορκημένους, που πιστεύουν πια πως, όχι μόνο θα νικήσουν τον Ιμπραήμ, με μια ήττα ανάλογη  του Δράμαλη. Από τον ενθουσιασμό τους καθώς είναι άνοιξη το ρίχνουν στις χαρές  και τα τραγούδια: «Έσησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη,/ Κ’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκεία της ώρα./Και μέσ’ σ’  τη σκιά που φούντωσε και κλεί δροσιαίς και μόσχους…  Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε/ κι’ οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα…».

Οι μέρες περνούν και ο Ελληνικός στόλος δεν φαινόταν, αλλά βλέπουν να πλησιάζει ο στόλος του εχθρού στη λιμνοθάλασσα. Ο Ιμπραήμ με το στρατό του  υποδέχεται με κραυγές και ένας παλαίμαχος  των πολιορκημένων διατάσσει τον πεινασμένο σαλπιστή να καλέσει για  συμβούλιο τους καπεταναίους και να σταματήσουν τα τραγούδια και οι χοροί: « Σάλπιγγα κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,/ Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία./ Χαμένη, αλίμονο! Κι’ οκνή  τη σάλπιγγα γροικάει…/ Τέλος  μακρειά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,/ Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά του κάστρο.».
Τα νέα ότι ο Ελληνικός στόλος  δε μπόρεσε να φθάσει στο Μεσολόγγι, έσβησε κάθε ελπίδα των πολιορκημένων. Το συμβούλιο αποφάσισε την έξοδο για να μη  τους σφάξουν οι εχθροί. Η ημέρα τη εξόδου ορίστηκε  για 10 Απριλίου και ενημέρωσαν τους έξω καπεταναίους για να τους βοηθήσουν χτυπώντας τον εχθρό απ’ έξω.  

Ο Διονύσιος Σολωμός  παρακολουθεί την κατάσταση  των πολιορκημένων και την καταγράφει  με κάθε λεπτομέρεια  Τον Σουλιώτη που κλαίει γιατί από την πείνα  το όπλο του είναι βαρύ: «Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και καίει/ έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γω σ’ χέρι;/ όπου συ μου γινές βαρύ, κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει…»  Η νέα είδε στον ύπνο της, ένα άγγελος να της δίνει τα φτερά του, ίσως για να φύγει από το μέρος  της πολιορκίας. Την συνομιλία του πολεμάρχου μ’ ένα  άλλο, για το φρόνημα των γυναικών και για την  υπομονή που έδειχναν στις τρομερές στερήσεις. Η εξομολόγηση του πολέμαρχου στον άλλο που τον  ρώτησε γιατί απομακρύνθηκε από τον τόπο του συμβουλίου ταραγμένος. Ότι έκαψαν όλα τα πράγματα τους που δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους. Τα παρακάλια των γυναικών  να συμπαρασταθούν κι’ αυτές στην τελευταία δέηση που θα έκαναν, πριν την έξοδο. Παίρνουν την άδεια, αλλά οι γυναίκες δειλιάζουν και συνέχεια κλαίνε και επηρέασαν τους άντρες, αλλά στο τέλος οι άντρες θα δοκιμάσουν την μάχη , όπως είχαν κάνει  και άλλες φόρες και μένουν σταθερή στην απόφαση τους, να κάνουν την έξοδο και να ζήσουν ή να πεθάνουν ελεύθερη. « άκρα του αφού σιωπή σ’ τον κάμπο βασιλεύει/ Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει/ Τα μάτια η πείνα εμαύρισε σ’ τα μάτια  η μάνα μνέει…».
Έτοιμοι πια οι πολιορκημένοι, συγκρατούμενοι και σιωπηλοί, για να μη τους καταλάβει ο εχθρός μέχρι να ξημερώσει για να σπάσουν  τον κλοιό του εχθρού. «Κι’ ιδού , σεισμός και βροντισμός και εβαστούσαν ακόμα/ που ο κύκλος φθάνει, ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα/ κι’ εσχίσθη αμέσως κι’ έβαλε της μάνας τα ποδάρια/ Της πείνας και του… τα λόγια απομεινάρια/ Τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και καταραμένα,/ τα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα…».

Το ποίημα «Μεσολόγγι  Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αρχίζει από την ελπίδα της νίκης, της Κλείσοβας, περιπλέκεται και κορυφώνεται η δράση της, με την αποτυχία του Ελληνικού στόλου να εφοδιάσει με  τρόφιμα και όπλα τους πολιορκημένους και τελειώνει με την έξοδο. Ο Διονύσιος Σολωμός σ’ αυτό το ποίημα υμνεί το πνεύμα της ψυχικής αντοχής και της ηθικής ανεξαρτησίας, δείχνοντας τη μεγάλη υπεροχή των Μεσολογγιτών απέναντι στη κτηνώδη βία του εχθρού.

Το σημαντικότερο γεγονός του Αγώνα  για την ανεξαρτησία της χώρας μας βρήκε τον αντάξιο υμνητή. 


Ακολουθήστε το newstok.gr στο Google News για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο